Θυρεοειδής και εγκυμοσύνη
Κατά την εγκυμοσύνη υπάρχει μια «έκρηξη» ορμονών που επηρεάζει και τις θυρεοειδικές ορμόνες. Η λειτουργία του θυρεοειδούς επηρεάζεται από δύο βασικές ορμόνες: από την ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), η οποία είναι η ορμόνη που ανιχνεύεται στα τεστ εγκυμοσύνης, και από τα οιστρογόνα (την πιο σημαντική γυναικεία ορμόνη). Συγκεκριμένα, αυξάνονται οι τιμές της λεγόμενης ολικής Τ3 (τριιωδοθυρονίνη) και Τ4 (θυροξίνη). Οι τιμές της ελεύθερης Τ3 και Τ4, καθώς και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) παραμένουν σταθερές. Oι αλλαγές αυτές θεωρούνται φυσιολογικές και αναμενόμενες.
Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες μεταβολές στη λειτουργία του θυρεοειδούς που υποκρύπτουν κάποιο πρόβλημα το οποίο ενδεχομένως προϋπήρχε της εγκυμοσύνης και εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της. Τα συνηθέστερα προβλήματα που μπορούν να εμφανιστούν στην έγκυο γυναίκα είναι ο υποθυρεοειδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός, η φλεγμονή του θυρεοειδούς (θυρεοειδίτιδα), και οι όζοι του θυρεοειδούς.
Η εξέταση που συνήθως μπορεί να προβλέψει αν μια γυναίκα θα αντιμετωπίσει πρόβλημα θυρεοειδούς στην εγκυμοσύνη είναι τουπερηχογράφημα του θυρεοειδούς πριν από κάθε εγκυμοσύνη. Αν το υπερηχογράφημα είναι φυσιολογικό, σπάνια θα υπάρξει πρόβλημα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αν αντίθετα υπάρχουν ευρήματα, τότε σε συνεννόηση με τον ενδοκρινολόγο, θα πρέπει να ξεκινήσει έγκαιρα κάποιο αγωγή.
Τυχόν προβλήματα με τον θυρεοειδή κατά την εγκυμοσύνη έχουν επίπτωση όχι μόνο στη μητέρα αλλά και στο παιδί της καθώς στη διάρκεια των πρώτων 10-13 εβδομάδων της κύησης το έμβρυο εξαρτάται αποκλειστικά από τη μητέρα του για την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών οι οποίες συμβάλλουν στη νευρολογική του ανάπτυξη. Για παράδειγμα, τυχόν υποθυρεοειδισμός πρέπει να διορθωθεί πριν ή στα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης. Το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης είναι πολύ σημαντικό για το έμβρυο γιατί σε αυτό το διάστημα γίνεται ηοργανογένεση, δηλαδή ο σχηματισμός των διαφόρων οργάνων και κυρίως ο εγκέφαλος. Μετά τις 14 βδομάδες αρχίζει να λειτουργεί πλέον ο θυρεοειδής του εμβρύου. Κατά την κύηση, μια γυναίκα με υποθυρεοειδισμό έχει ανάγκη κατά 30-50% μεγαλύτερη ποσότητα θυροξίνης.
Καλό λοιπόν είναι να γίνεται ένας αιματολογικός έλεγχος των ορμονών στην αρχή της εγκυμοσύνης. Ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος όταν:
- Υπάρχει οικογενειακό ιστορικό δυσλειτουργίας του αδένα,
- Υπάρχει ιστορικό υπογονιμότητας ή αποβολών πρώτου τριμήνου,
- Υπάρχει ιστορικό νόσου του θυρεοειδούς,
- Υπάρχει ιστορικό άλλου αυτοάνοσου νοσήματος,
- Η έγκυος παίρνει κάποιο φάρμακο για το θυρεοειδή της,
- Υπάρχει διογκωμένος θυρεοειδή (βρογχοκήλη) κατά την κλινική εξέταση.
Θυρεοειδής και εγκυμοσύνη
O θυρεοειδής είναι ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος αδένας από όπου παράγονται οι απαραίτητες ορμόνες για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού. Βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του λαιμού, στο χαμηλότερο σημείο, έχει σχήμα πεταλούδας και το βάρος του δε ξεπερνά τα 20 με 25 γραμμάρια. Αποτελείται από δύο λοβούς με μέγεθος σαν ένα δαμάσκηνο κομμένο στη μέση. Οι λοβοί είναι κολλημένοι αριστερά και δεξιά από τη μεσαία γραμμή της τραχείας με τον ισθμό να τους ενώνει σαν μία γέφυρα.
Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τις θυρεοειδικές ορμόνες, την θυροξίνη (Τ4), την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και την ανάστροφη T3 (RT3) οι οποίες ελέγχουν τον μεταβολισμό μας, έχουν άμεση επίδραση στη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού, στην ωρίμανση του σκελετού, στο βάρος του σώματος, στην έμμηνο ρύση της γυναίκας, στη σύλληψη και στη φυσιολογική εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Επίσης, παράγει την ορμόνηκαλσιτονίνη, μία ορμόνη που μαζί με τη παραθορμόνη από τουςπαραθυρεοειδείς αδένες ρυθμίζει την απορρόφηση, τα επίπεδα στο αίμα και την αποθήκευση του ασβεστίου στα οστά.
Η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα ρυθμίζεται από τον εγκέφαλο με τη βοήθεια της θυρεοτρόπου ορμόνης TSH η οποία παράγεται από την υπόφυση, έναν μικρό αδένα στη βάση του εγκεφάλου. Μόλις τα επίπεδα της θυροξίνης (Τ4), και της τριιωδοθυρονίνης (Τ3) μειωθούν, ο θυρεοειδής αδένας δέχεται την εντολή να αυξήσει την παραγωγή τους και το αντίθετο. Η TSH διεγείρει ένα ειδικό υποδοχέα (υποδοχέας TSH ή TSHr) επάνω στα θυρεοειδικά κύτταρα, μεταδίδοντας με τον τρόπο αυτό την εντολή για τη παραγωγή των ορμονών.
Η εγκυμοσύνη είναι μια περίοδος που ο οργανισμός χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών για να καλύψει τις ανάγκες της μητέρας και του εμβρύου. Έτσι οι έγκυες γυναίκες χρειάζονται μεγαλύτερη ποσότητα ιωδίου (χωρίς ιώδιο ο θυρεοειδής δεν μπορεί να φτιάξει τις ορμόνες του). Η ημερήσια πρόσληψη ιωδίου από τις τροφές πρέπει να αυξηθεί από 150 σε 250 μικρογραμμάρια. Ο θυρεοειδής μιας εγκύου πιθανόν να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του πριν και στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνη αλλά χρειάζονται εξετάσεις στη συνέχεια ακόμη και αν αυτές ήταν φυσιολογικές στην αρχή.
Ο ρόλος του αδένα κατά την εγκυμοσύνη είναι ιδιαίτερα σημαντικός κατά τη διάρκεια των πρώτων 10 – 12 εβδομάδων της κύησης, γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο έλεγχος σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, ώστε να αντιμετωπίζονται έγκαιρα τυχόν προβλήματα που θα προκύψουν. Για παράδειγμα, τυχόν αντισώματα για το θυρεοειδή της μητέρας επηρεάζουν άμεσα την ανάπτυξή του εμβρύου αφού συνδέεται με τη μητέρα με τονομφάλιο λώρο.
Υπερθυρεοειδισμός
Ο υπερθυρεοειδισμός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο. Οι έγκυες γυναίκες με υπερθυρεοειδισμό χρειάζεται να κάνουν έλεγχο των επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών, ώστε να ρυθμιστεί στα φυσιολογικά επίπεδα η λειτουργία του αδένα.
Η χοριακή γοναδοτροπίνη που εκκρίνεται από τον πλακούντα δημιουργεί έναν υπερθυρεοειδισμό τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης, ο οποίος υποχωρεί μετά το πρώτο τρίμηνο, αλλά, εάν οι ορμόνες είναι πολύ αυξημένες, τότε χρειάζεται διερεύνηση ώστε να αποφευχθούν προβλήματα που μπορεί να απαιτήσουν διακοπή της κύησης. Ο μη ρυθμισμένος υπερθυρεοειδισμός στην κύηση σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών και έχει δυσμενείς συνέπειες στην υγεία τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας.
Ένα στα πέντε νεογέννητα μωρά από μητέρες με υπερθυρεοειδισμό εμφανίζουν παροδικό υπερθυρεοειδισμό. Στο στάδιο της λοχείας υπάρχει μεγάλη πιθανότητα έξαρσης του ήδη υπάρχοντος ή επανεμφάνισης υπερθυρεοειδισμού στη μητέρα. Η νόσος του Graves αποτελεί το 80-85% του υπερθυρεοειδισμού της κύησης και εμφανίζεται σε 1 ανά 1.000 εγκύους. Εάν η έγκυος δεν πάρει τα κατάλληλα φάρμακα μπορεί να οδηγηθεί σε πρόωρη γέννα με σοβαρές επιπλοκές όπως η προεκλαμψίααλλά μια σοβαρή κρίση υπερθυρεοειδισμού, που καλείται θυρεοτοξίκωση. Η νόσος του Graves συχνά βελτιώνεται κατά το 3ο τρίμηνο της κύησης, όμως μπορεί να επιδεινωθεί κατά την λοχεία.
Ο ήπιος υπερθυρεοειδισμός στην εγκυμοσύνη ελέγχεται και παρακολουθείται στενά, χωρίς αγωγή. Ο σοβαρός υπερθυρεοειδισμόςαπαιτεί θεραπεία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα, με πρώτη επιλογή τηνπροπυλθειουρακίλη, κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Υποθυρεοειδισμός
Μια γυναίκα με υποθυρεοειδισμό που εγκυμονεί πρέπει να αυξήσει τη δοσολογία της θυροξίνης διότι αυξάνονται οι ανάγκες (το έμβρυο, στις πρώτες βδομάδες της κύησης, δεν έχει θυρεοειδή αδένα για να παράγει θυροξίνη).
Ο βαρύς υποθυρεοειδισμός σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών το πρώτο τρίμηνο, ενδομήτριο θάνατο, τοκετό πριν από την 32η εβδομάδα, υπέρταση κύησης και προεκλαμψία.
Ακόμη, τα νεογνά μητέρων με υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αντιμετωπίζουν μεγάλο κίνδυνο να εμφανίσουν νοητική καθυστέρηση.
Οι κίνδυνοι του μητρικού υποθυρεοειδισμού για το έμβρυο πηγάζουν από την έλλειψη της θυροξίνης και τις επιπτώσεις της έλλειψης αυτής για την ανάπτυξη του εμβρυικού εγκεφάλου. Ετσι τα παιδιά, που γεννήθηκαν μεσυγγενή υποθυρεοειδισμό εμφανίζουν βαρειές νοητικές, νευρολογικές και αναπτυξιακές ανωμαλίες, ιδιαίτερα επί σοβαρού υποθυρεοειδισμού.Ήπιες εγκεφαλικές ανωμαλίες μπορεί να εμφανίσουν και νεογνά μητέρων με ήπιο υποθυρεοειδισμό.
Άλλοι συχνότεροι κίνδυνοι του υποθυρεοειδισμού για την κύηση είναι:αναιμία, μυοπάθεια, ανωμαλίες του πλακούντα, γέννηση νεογνών χαμηλού βάρους, αιμορραγία μετά τον τοκετό και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (σε γυναίκες με σοβαρό υποθυρεοειδισμό).
Ας επισημανθεί ότι ο υποθυρεοειδισμός είναι η συχνότερη διαταραχή του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και αφορά το 3% των εγκύων (είτε με προϋπάρχοντα υποθυρεοειδισμό είτε πρωτοεμφανιζόμενο στην κύηση).
Η συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού κατά την εγκυμοσύνη είναι ηθυρεοειδίτιδα Hashimoto, μια αυτοάνοση διαταραχή κατά την οποία στο σώμα παράγει αντισώματα κατά των ίδιων του των κυττάρων του θυρεοειδούς και τον καταστρέφει.
Σε μικρό ποσοστό γυναικών μπορεί να εμφανιστεί μόνιμοςυποθυρεοειδισμός και να χρειάζεται να χορηγηθεί θυροξίνη διά βίου.
Θυρεοειδίτιδα
Το 7% των εγκύων γυναικών θα εμφανίσει το πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό φλεγμονή στο θυρεοειδή αδένα. Η κατάσταση αυτή αποκαλείται θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό και δεν προκαλεί ιδιαίτερο πόνο ή διόγκωση του θυρεοειδή αδένα.
Το αποτέλεσμα της φλεγμονής είναι οι διαταραχές στα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών.
Στα αρχικά στάδια, λόγω της φλεγμονής απελευθερώνονται από τον θυρεοειδή μεγάλες ποσότητες ορμονών στην κυκλοφορία με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού. Αυτό συνήθως διαρκεί μερικές εβδομάδες και μετά η λειτουργία του θυρεοειδούς επιστρέφει στο φυσιολογικό.
Στη συνέχεια, σε πολλές γυναίκες ο θυρεοειδής αδένας, λόγω της φλεγμονής, είναι δυνατόν να μην μπορεί να παράγει επαρκείς ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών, προκαλώντας παροδικό συνήθως υποθυρεοειδισμό.
Η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό υποχωρεί από μόνη της ύστερα από έναν έως τέσσερις μήνες. Ωστόσο, περίπου το 30% των γυναικών που πέρασαν θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό θα αναπτύξουν μόνιμο υποθυρεοειδισμό μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.
Όζοι του θυρεοειδούς
Οι όζοι είναι μικροί όγκοι που αναπτύσσονται μέσα στο θυρεοειδή και είναι κατά 90-95% καλοήθεις (δεν είναι καρκίνος). Ο θυρεοειδής μπορεί να αναπτύξει έναν ή περισσότερους όζους. Δεν είναι γνωστό το ακριβές αίτιο που προκαλεί την ανάπτυξη των όζων. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι εύκολο να αντιληφθούν ότι έχουν όζους.
Καλοήθεις και κακοήθεις όζοι μεγαλώνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συνεπώς, όλες οι έγκυες γυναίκες πρέπει να εξετάζονται με υπέρηχο πριν ή στην αρχή κάθε εγκυμοσύνης για ύπαρξη όζου στο θυρεοειδή.
Όζοι που παρουσιάζονται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν αυξημένες πιθανότητες να είναι κακοήθεις.
Σε περίπτωση που διαπιστώνονται όζοι πρέπει να αξιολογούνται με εξετάσεις αίματος και αν είναι μεγαλύτεροι από 6-8 χιλιοστά και με παρακέντηση. Η εγκυμοσύνη δεν αποτελεί αντένδειξη για την παρακέντηση.
healthyliving.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου